«Αναπαράγετε τις ίδιες σχέσεις που είχατε με τους γονείς σας ή που υπήρχαν στην οικογένειά σας και αναλαμβάνετε τον ίδιο ρόλο με το πώς συμπεριφερόσασταν στην οικογένειά σας και συμπεριφέρεστε με τον ίδιο τρόπο και στις ενήλικες σχέσεις σας;»
Ο Bowlby θεωρεί ότι υπάρχει μια διαγενεαλογική μετάδοση του Δεσμού (ψυχολογική κληρονομιά)
και όταν λέμε Δεσμό εννοούμε την κατάσταση και την ποιότητα των δεσμών μας με τους σημαντικούς μας ανθρώπους.
Η θεωρία του Δεσμού του Bowlby είναι στην ουσία μια θεωρία χώρου,
όταν βρίσκομαι κοντά στο αγαπημένο μου πρόσωπο αισθάνομαι καλά, όταν βρίσκομαι μακριά του αισθάνομαι άγχος, θλίψη ή μοναξιά.
Ο Δεσμός βασίζεται σε ένα σύστημα συμπεριφοράς πρόσδεσης
δηλαδή ένα σύστημα κάθε είδους συμπεριφοράς, που έχει ως αποτέλεσμα ένας άνθρωπος να επιτυγχάνει να διατηρεί την εγγύτητα με κάποιον άλλον άνθρωπο της προτίμησής του.
Αυτό το σύστημα μοιάζει με ένα προσχέδιο ή ένα μοντέλο του κόσμου, στο οποίο αντιπροσωπεύονται ο εαυτός μας και οι σημαντικοί άλλοι, καθώς και οι μεταξύ αυτών αλληλεπίδραση
και το οποίο κωδικοποιεί το συγκεκριμένο πρότυπο Δεσμού που εκδηλώνει ένα άτομο. Αυτό το σύστημα συμπεριφορών του ανθρώπου, ο Δεσμός, θεωρεί ο Bowlby ότι αποτελεί θεμελιώδη προσδιοριστικό συντελεστή των σχέσεών του
και αυτό αντανακλάται στον τρόπο με τον οποίο αισθάνεται κανείς για τον εαυτό του και τους άλλους.
Το αναπτυξιακό τραύμα Δεσμού σημαίνει την ποιότητα του Δεσμού που είχαμε με τα άτομα που αγαπάμε και που η επιβίωσή μας εξαρτιόταν από το να μείνουμε συνδεδεμένοι με αυτά και από το πόσο κοντά αισθανόμασταν μαζί τους.
Το αναπτυξιακό λοιπόν αυτό τραύμα προέρχεται από πλήγματα στον Δεσμό αυτό, που είναι ίσως γεγονότα που θα μπορούσαν να έχουν συμβεί σε μια στιγμή ή σε μεγαλύτερες χρονικές περιόδους κυρίως της παιδικής μας ηλικίας,
όπου το σημαντικό για μας άτομο φροντίδας με έναν τρόπο απλώς δεν ήταν συναισθηματικά εκεί. Και δε μιλάμε φυσικά για προφανείς καταστάσεις, όπως η παραμέληση ή η βία, αλλά θα μπορούσε να είναι ένας γονιός που αγαπά και συμμετέχει στη ζωή του παιδιού του αλλά παρολαυτά δεν προσφέρει συναισθηματική σύνδεση, συναισθηματική αφοσίωση, συναισθηματική σύμπνοια βλέποντας σε βάθος αυτό το παιδί, ακούγοντάς το με ειλικρινές ενδιαφέρον, όντας πραγματικά διαθέσιμος και με διάθεση μετακίνησης στον εσωτερικό κόσμο του παιδιού.
Αν λοιπόν αυτά τα μικρότερα πλήγματα Δεσμού ήταν συνεχιζόμενα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ένα τραύμα Δεσμού, το οποίο μάλλον θα φανεί αργότερα στις ενήλικές μας σχέσεις, το οποίο θα καθορίσει έναν σημαντικό βαθμό ανασφάλειας που θα έχουμε στις σχέσεις μας,
ανασφάλεια με την έννοια ότι η δύναμη του Δεσμού που δημιουργούμε είναι σε κίνδυνο, είναι ανασφαλής.
Αυτό τι σημαίνει στην πράξη;
Ότι στις ενήλικες σχέσεις μας βιώνουμε υψηλό βαθμό ανησυχίας, σύγχυσης, δυσφορίας και άγχους, αγωνίας,
αν είναι ασφαλές να είμαστε σε σχέση με τον συγκεκριμένο άνθρωπο, αν μπορούμε να τον εμπιστευτούμε, αν είναι πραγματικά διαθέσιμος για μας, αν εμείς είμαστε πραγματικά διαθέσιμοι για εκείνον, αν μπορούμε να φανούμε ευάλωτοι, αν μπορούμε να αφεθούμε ή αν θα νιώθουμε παραμελημένοι, εγκαταλειμμένοι.
Αυτή λοιπόν η εγγραφή μέσα μας με έναν τρόπο δημιουργεί συναισθήματα ως μια ψυχολογική διαδικασία αλλά και ταυτόχρονα επηρεάζει το νευρικό μας σύστημα εκλύοντας ένα ορμονικό κοκτέιλ, το οποίο μπορεί να διαστρεβλώσει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα και να μας κάνει να αισθανθούμε ένταση, κίνδυνο, κάτι σαν πανικό και εδώ επαναλαμβάνεται το αίσθημα ότι
σχέση σημαίνει ανασφαλής Δεσμός, σχέση σημαίνει τραύμα, κι αυτό μοιάζει λίγο πολύ σαν κατάρα!
Η ψυχική κατάσταση σε σχέση με τον Δεσμό μπορεί να αντιστοιχηθεί σε μια από τις 4 κατηγορίες:
Ασφαλής:
Θετική αντιμετώπιση του εαυτού και των άλλων
Υγιής ισορροπία μεταξύ αυτονομίας και στήριξης στους άλλους
Άνεση με τη συναισθηματική οικειότητα και επικοινωνία
Υγιή όρια, εμπιστοσύνη
Ανασφαλής Αγχώδης:
Αρνητική αντιμετώπιση του εαυτού αλλά θετική των άλλων
Υπερβολικός φόβος να μείνει κάποιος μόνος
Προσκόλληση, ζήλεια
Ανάγκη για συνεχή επιβεβαίωση
Έντονη ευαισθησία στην αντίληψη των συναισθηματικών καταστάσεων των άλλων
Ανασφαλής Αποφευκτική:
Θετική αντιμετώπιση του εαυτού και αρνητική των άλλων
Λαχτάρα για συναισθηματική εγγύτητα αλλά αμηχανία όταν συμβαίνει
Τάση να διώχνει κανείς τους άλλους μακριά του
Μεγάλη ανεξαρτησία
Δυσκολία με την εμπιστοσύνη, αίσθηση ότι δεν έχει ανάγκη κανέναν
Ανασφαλής Αποδιοργανωμένη:
Αρνητική αντιμετώπιση του εαυτού και των άλλων
Τάση απομάκρυνσης
Απρόβλεπτη συμπεριφορά
Αίσθηση αναξιότητας και αβοηθησίας
Δυσκολία στη διατήρηση σχέσεων
Με λίγα λόγια, ο εγκέφαλός μας είναι προγραμματισμένος να δημιουργεί τον τύπο σχέσεων με τις οποίες είμαστε εξοικειωμένοι κυρίως από την οικογένειά μας. Επαναλαμβάνουμε τον ίδιο τύπο οικογενειακών σχέσεων που είχαμε
και το κάνουμε αυτό γιατί μας είναι οικείο, γιατί ενδυναμώνει τις βασικές μας πεποιθήσεις και τις δεξιότητες που έχουμε αποκτήσει να δημιουργούμε σχέσεις.
Βέβαια δεν μαθαίνουμε πάντα τους πιο λειτουργικούς, υγιείς, ασφαλείς τρόπους να σχετιζόμαστε με τους άλλους ή τους πιο στοργικούς και γεμάτους αγάπη τρόπους σχετίζεσθαι.
Αν τυχαίνει και έχουμε μάθει κάποιες δεξιότητες σε εισαγωγικά δυσλειτουργικές ή τοξικές ή ακόμη και βίαιες, μη βοηθητικές και ίσως όχι ιδιαίτερα τρυφερές, επώδυνες,
ενσωματώνουμε και αυτές τις δεξιότητες στο εύρος των δεξιοτήτων μας και των καλών και των κακών μέσα στο πλαίσιο του σχετίζεσθαι και βεβαίως τις χρησιμοποιούμε όταν μας είναι διαθέσιμες.
Και το κάνουμε αυτόματα χωρίς να αναρωτιόμαστε από πού προέρχεται, γιατί ακριβώς έχουμε δημιουργήσει έναν χάρτη πάνω στον οποίο τοποθετούμαστε και σύμφωνα με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τον κόσμο.
Αυτός είναι ο τρόπος που σχετιζόμαστε, ο τρόπος που οι άλλοι σχετίζονται μαζί μας,
μια σειρά προσδοκιών και υποθέσεων που φέρνουμε στη σχέση και το ίδιο βεβαίως και τα πρόσωπα με τα οποία σχετιζόμαστε.
Πολύ συχνά αυτοί οι τρόποι συγκρούονται χωρίς ο καθένας να αναρωτιέται αν αυτές οι προσδοκίες και οι υποθέσεις είναι βιώσιμες ή αν ταιριάζουν με το ποιοι είμαστε πραγματικά ως ενήλικες, πόσο μάλλον αν σκεφτεί κανείς ότι αυτές τις έχουμε υιοθετήσει και ενσωματώσει κυρίως ως παιδιά ή έφηβοι και επομένως είτε είναι ανώριμες, είτε έχουν νόημα μέσα από την οπτική ενός παιδιού.
Επίσης, οι περισσότερες οικογένειες, καταγωγής μας, αν όχι όλες δεν αναπροσαρμόζουν ή επαναδιαπραγματεύονται αυτές τις προσδοκίες και τις υποθέσεις για το πώς σχετίζονται τα μέλη μεταξύ τους, κατά πόσο υπάρχουν δυσλειτουργικά, ανθυγιεινά ή τοξικά μοτίβα σχετίζεσθαι, τα οποία καλό θα ήταν να αλλάξουν.
Τα περισσότερα δυσλειτουργικά συστήματα δε διαθέτουν έναν μηχανισμό ανατροφοδότησης με τη βοήθεια του οποίου το ίδιο το σύστημα μπορεί να αναπτυχθεί, να ωριμάσει, να αλλάξει και να βελτιωθεί.
Προερχόμαστε λοιπόν από μια οικογένεια έχοντας κληρονομήσει έναν χάρτη υποθέσεων και προσδοκιών και ένα σύστημα σχετίζεσθαι και αργά ή γρήγορα παρατηρούμε μια επανάληψη, ένα μοτίβο επαναλαμβανόμενο στις ενήλικες σχέσεις μας, ανάλογα με το πώς σχετιζόμασταν με τον πατέρα ή τη μητέρα μας ή τον άνθρωπο που μας φρόντιζε, με αποτέλεσμα να βιώνουμε τις ίδιες συγκρούσεις, τα ίδια διλήμματα, τις ίδιες απογοητεύσεις, τα ίδια αδιέξοδα, παρά τις καλές μας προθέσεις ενδεχομένως να είμαστε διαφορετικοί, πιο ώριμοι και πιο συνειδητοποιημένοι στις ενήλικες σχέσεις μας.
ΓΙΑΤΙ;
Γιατί επαναλαμβάνουμε αυτά τα μοτίβα;
Η εξήγηση που μου αρέσει είναι μια μεταφορά του χάρτη που έχει σχεδιαστεί μέσα μας, κάνουμε αυτό που ξέρουμε, όπως περίπου όταν μαγειρεύουμε γεμιστά, ας πούμε, όπως ακριβώς η μαμά μας ή η γιαγιά μας ή η θεία μας χωρίς απαραίτητα να το έχουμε διδαχθεί από αυτές.
Αν λοιπόν είχαμε στην οικογενειακή μας ιστορία ένα σημαντικό ποσοστό δυσλειτουργίας και δύσκολων συναισθηματικών επαφών,
μάλλον είναι πολύ πιθανό αφενός να έχουμε ανοχή στο να είμαστε με έναν σύντροφο που έχει επίσης ένα έλλειμμα στη βαθύτερη συναισθηματική σύνδεση και αφετέρου να τον διαλέξουμε με τον ίδιο τρόπο που έχουμε μάθει να κάνουμε γεμιστά! Δεν υπάρχει τίποτε μεταφυσικό σε αυτό, απλώς ανακυκλώνουμε τις ίδιες ιδέες, τον ίδιο τρόπο σκέψης, την ίδια στάση ζωής!
Όταν λοιπόν ερχόμαστε αντιμέτωποι με τον πόνο, τη δυσκολία, την απογοήτευση των σχέσεων που δεν πηγαίνουν καλά, ίσως αναρωτηθούμε «γιατί έχω αυτές τις προσδοκίες, γιατί υποθέτω ότι ένα άλλο πρόσωπο δεν θα μου τηλεφωνήσει εύκολα, γιατί υποθέτω ότι είναι δική μου δουλειά να εντοπίσω αν το άλλο πρόσωπο είναι απογοητευμένο ή δεν αισθάνεται καλά για τη σχέση μας, γιατί έχω καταλήξει να εστιάζω τόσο πολύ στο αν το άλλο πρόσωπο με προσεγγίζει με συστηματικό τρόπο, από πού προέρχονται όλα αυτά;»
Και ίσως κάποιες φορές να φτάσουμε να πούμε ότι δεν θα ήθελα να είμαι σε μια τέτοια σχέση,
ωραία ξέρω ότι το «κληρονόμησα» από την οικογένειά μου, ξέρω ότι η οικογένειά μου συνεχίζει να σχετίζεται έτσι και είμαι κι εγώ αναγκασμένος να παίζω αυτό το παιχνίδι μαζί τους,
αλλά στη σχέση μου, στον γάμο μου γιατί το κάνω με αυτό τον τρόπο; Γιατί συνεχίζω να κάνω τα γεμιστά έτσι αφού δεν μου αρέσουν;
ΠΩΣ;
Πώς μπορούμε να αλλάξουμε τα μοτίβα των σχέσεών μας, κάνοντας νέες επιλογές, εστιάζοντας στον εαυτό μας;
Το να δουλέψουμε τις σχέσεις μας σημαίνει να δουλέψουμε τον εαυτό μας, όχι τον άλλον!
Καλούμαστε λοιπόν να αλλάξουμε τα παλιά μας μοτίβα σχέσεων μέσω της αυτοΐασης, της αυτοβελτίωσης κι αυτό ακριβώς αποτελεί έναν νέο τρόπο ζωής,
είτε έχουμε βγει από μια τέτοια pattern σχέση συνήθως επώδυνα και άρα πενθούμε για αυτή,
είτε βρισκόμαστε ήδη σε μια σχέση στην οποία βιώνουμε δυσφορία, δυσπιστία, σύγχυση που είναι επίσης πολύ επώδυνα.
Η διαδικασία της αυτοΐασης είναι μια διαδικασία αντιμετώπισης ή και θρήνου
και όχι μια διαδικασία αποφυγής και αναζήτησης της χαράς.
Μπαίνουμε σε μια συνειδητή διαδικασία θλίψης, αναζήτησης του βαθύτερου εαυτού και της εσωτερικής σοφίας μας, του εσωτερικού θεραπευτή μας.
Προσπαθούμε να γειώσουμε,
να προσγειώσουμε τον εαυτό μας
και να κάνουμε επιλογές,
να διεκδικήσουμε τη θέλησή μας,
να επηρεάσουμε τόσο το παρόν όσο και το μέλλον μας, καταβάλλοντας κόπο και προσπάθεια για να δημιουργήσουμε μια αλλαγή.
Η δυσφορία μας δεν θα εξαφανιστεί από μόνη της ούτε περιμένοντας κάποιον άλλον να μας πει τι να κάνουμε,
είναι μια ενεργητική, όχι παθητική διαδικασία.
Χρειαζόμαστε μεν φροντίδα και υποστήριξη αλλά είμαστε εμείς που δρούμε ενεργητικά εσωτερικά, εμπλεκόμαστε ενεργά στο να αναγνωρίσουμε τι θέλουμε, ποιοι είμαστε και πώς χρειάζεται να προχωρήσουμε μπροστά.
Τι χρειαζόμαστε;
Διορθωτικές εμπειρίες συναισθηματικής σύνδεσης που «επαναπρογραμματίζουν» τον εγκέφαλό μας και δημιουργούν νέες εγγραφές, στις οποίες μπορούμε να στηριχτούμε στη συνέχεια, στις νέες μας σχέσεις. Η ίαση είναι δυνατή μέσω της αυτοΐασης.
Χρειάζεται να «πενθήσουμε», η διαδικασία πένθους είναι μια διαδικασία ίασης, να πενθήσουμε για την απώλεια αυτής της συναισθηματικής σύνδεσης και για το γεγονός ότι βιώσαμε ίσως απουσία, αδιαφορία, εγκατάλειψη, ένα αίσθημα να μην είναι κάποιος εκεί για μας τόσο στην παιδική όσο και στην ενήλικη ζωή. Δεν πενθούμε μόνο τι έγινε αλλά και τι δεν έγινε.
Χρειάζεται να διαλέξουμε μια ζωή σύνδεσης, μια ζωή συναισθηματικής ανάπτυξης σε όλους τους τομείς της, όχι μόνο στις ερωτικές σχέσεις. Να μετατοπίσουμε την εστίασή μας στο πώς ορίζουμε όλες τις σχέσεις μας, συνειδητοποιώντας ότι όλες οι σχέσεις είναι σημαντικές, ότι δεν επιλέγουμε μια ζωή απομόνωσης αλλά αναλαμβάνουμε δράση και καταβάλλουμε προσπάθεια για να είμαστε συνδεδεμένοι με τον γείτονα, με τους συναδέλφους, γιατί βρισκόμαστε σε έναν δρόμο αξιολόγησης όλων των σχέσεων, σε όλες τις μορφές τους και για μας που συνηθίζουμε να φεύγουμε και να απομονωνόμαστε, κάνουμε το αντίθετο, ζούμε μια ζωηρή ζωή, μια ζωντανή ζωή σε όλα τα επίπεδα πνευματικό, φιλικό κλπ
Χρειάζεται να αμφισβητήσουμε τις βασικές (core) πεποιθήσεις για τον εαυτό μας, ότι φταίμε εμείς για την αδιαφορία ή τη μη διαθεσιμότητα του άλλου,όπως ακριβώς πιστέψαμε ως παιδιά ότι φταίμε για την αδιαφορία ή τη μη διαθεσιμότητα της μαμάς, του μπαμπά, της γιαγιάς μας κλπ. Ότι δηλαδή δεν είμαστε αξιαγάπητοι, δεν είμαστε αρκετά καλοί, δεν νοιάζουμε κάποιον και άρα λοιπόν θέλουμε να είμαστε σε μια σχέση ξεκινώντας με το εμπόδιο ότι δεν πιστεύουμε στην ουσία ότι μπορούμε να είμαστε σε σχέση.
Χρειάζεται να ενδυναμώσουμε την αυτοπεποίθησή μας, την αίσθηση που έχουμε για τον εαυτό μας πιο πολύ σαν ένα συνειδητό πλάνο δράσης αυτοφροντίδας και αυτοσυμπόνιας. Δηλαδή δεν «ξεκάνουμε» μόνο τις πεποιθήσεις για τον εαυτό μας, αλλά ουσιαστικά εκτιμούμε έμπρακτα τον εαυτό μας, θέτουμε όρια, ψηλώνουμε τον πήχη, διαδικασίες οι οποίες οδηγούν στο να μη δεχόμαστε πια ψίχουλα σχέσης. Έχουμε «εκπαιδευτεί» να είμαστε ανεκτικοί σε ανθρώπους συναισθηματικά μη διαθέσιμους και μάλιστα με έναν τρόπο τους διακρίνουμε και τους επιλέγουμε κιόλας (αυτό ξέρω, αυτό εμπιστεύομαι) και αντί να τους αμφισβητούμε, είμαστε προγραμματισμένοι να προσπαθούμε περισσότερο προκειμένου να συνδεθούμε μαζί τους (φιόγκος, λούπα, μοτίβο). Άρα λοιπόν πρέπει να αλλάξουμε το επίπεδο αυτό ανοχής μας εξασκώντας τη μη ανεκτικότητα.
Χρειάζεται να δώσουμε την απαραίτητη προσοχή και στο σώμα μας καλλιεργώντας την ενσυνειδητότητα (mindfulness) ως εργαλείο αντιμετώπισης όλων των σωματικών συμπτωμάτων, που ανέφερα προηγούμενα ως απόρροια του ανασφαλούς Δεσμού (ένταση, αγωνία, σύγχυση = ταχυπαλμία, δύσπνοια, αϋπνία κλπ). Αυξάνοντας την ενσυνειδητότητα του σώματός μας και μη αγνοώντας τα σημάδια που μας δίνει, αυξάνουμε τη δυνατότητά μας, τη δεξιότητά μας να απαντάμε στις ανάγκες μας, στο χρόνιο άγχος, στο άγχος Δεσμού που περιγράψαμε παραπάνω και που συχνά πυροδοτείται στις σχέσεις μας.
Χρειάζεται να αποδεχτούμε το κατά πόσο είμαστε εμείς οι ίδιοι συναισθηματικά μη διαθέσιμοι και αυτό ίσως είναι κάτι που πολλοί από μας δεν θέλουν να ακούσουν, κυρίως γιατί είναι πιο βολικό να θεωρούμε ότι μια σχέση τελείωσε, γιατί ο άλλος δεν ήταν συναισθηματικά διαθέσιμος ή δεν ήθελε να αλλάξει ή δεν άκουγε τις ανάγκες μας, την ίδια στιγμή που ίσως η δική μας συναισθηματική μη διαθεσιμότητα μας οδηγεί σε μια αντίστοιχη επιλογή ενός ανθρώπου εξίσου ή περισσότερο συναισθηματικά μη διαθέσιμου και ο κύκλος επαναλαμβάνεται. Ίσως δηλαδή για να σπάσουμε αυτόν τον κύκλο, θα χρειαζόταν να περάσουμε λίγο καιρό με τη δική μας συναισθηματική μη διαθεσιμότητα και να την εξερευνήσουμε.
Χρειάζεται να καταφέρουμε να αντέξουμε το «οξύ» της μοναξιάς, όταν αυτό είναι τοξικό, καθώς για πολλούς από μας η μοναξιά είναι συνδεδεμένη με την εγκατάλειψη, την προδοσία, τη συναισθηματική αδιαφορία από τους άλλους, την αίσθηση του να ζεις και να νιώθεις αόρατος. Αυτό ίσως να ήταν το μοτίβο των παιδικών μας χρόνων στην οικογένεια και να επαναλαμβάνεται και στις ενήλικες σχέσεις μας σήμερα. Η μοναξιά λοιπόν είναι αυτή που πυροδοτεί το τραύμα Δεσμού μας, το άγχος που αυτό προκαλεί και μια μεγάλη ανάγκη να προστατεύσουμε τον εαυτό μας, να κρύψουμε στην ουσία αυτό που πραγματικά είμαστε. Χρειάζεται λοιπόν να μάθουμε να βιώνουμε τη μοναξιά με έναν καινούριο τρόπο, που δε μας διαβρώνει όπως ένα τοξικό οξύ, να ανακαλύψουμε μια νέα μοναξιά που δε συνδέεται με το τραύμα Δεσμού μας, πιο διαχειρίσιμη, πιο ενήλικη, στην οποία μπορούμε να λειτουργήσουμε και δεν τη συνδέουμε με αισθήματα όπως: δεν αξίζω, δεν είμαι αρκετά καλός, δεν είμαι η πρώτη επιλογή, δεν είμαι επιθυμητός, δεν είμαι προτεραιότητα κάποιου.
Ένα ακόμη συναίσθημα με το οποίο χρειάζεται να δουλέψουμε στο ίδιο πλαίσιο με αυτό της μοναξιάς είναι η ντροπή. Πώς η ντροπή καθοδηγεί ενδεχομένως τις αποφάσεις μας και πώς αποτελεί ένα μέρος του τρόπου με τον οποίο σχετιζόμαστε και πώς ξυπνά όταν οι σχέσεις τελειώνουν. Δυστυχώς αν η ντροπή μας διακατέχει, την φέρνουμε και μέσα στις σχέσεις μας όταν αυτές είναι ζωντανές. Η ντροπή συχνά περιορίζει τον αυθορμητισμό μας, την αυθεντικότητά μας, την ικανότητά μας να αυτοσχεδιάσουμε και να αποκαλύψουμε ποιοι πραγματικά είμαστε, γιατί μπαίνει στη μέση και ουσιαστικά ντρεπόμαστε να αποκαλύψουμε ότι ντρεπόμαστε. Σπώντας λοιπόν το μοτίβο του ανασφαλούς Δεσμού μας καλό θα ήταν να εξερευνήσουμε το πώς η ντροπή παίζει έναν σημαντικό ρόλο στον τρόπο που σχετιζόμαστε και με τον εαυτό μας και με τους άλλους.
Χρειαζόμαστε φιλία, υποστήριξη και ένα σύνολο ανθρώπων που μπορούμε να ακουμπήσουμε, να σχετιστούμε αλλιώς. Αν έχουμε πληγωθεί «σχεσιακά», «σχεσιακά» θα ιαθούμε, θα θεραπευτούμε. Είναι οι άνθρωποι που επενδύουμε ο ένας στον άλλον ή εξασκούμαστε να μοιραζόμαστε την ευαλωτότητά μας και αυτό μπορούμε να το κάνουμε έξω από μια αμιγώς ζευγαρική σχέση παύοντας ίσως να θεωρούμε - κι αυτό είναι ίσως ένα σημαντικό στοιχείο του σπασίματος του κύκλου δυσλειτουργικών σχέσεων – τη ζευγαρική σχέση ως την ύψιστη αξία, το αποκορύφωμα του βιώματος μιας ζεστής σχέσης βαθιάς αγάπης. Αυτή ακριβώς η πεποίθηση είναι πολύ περιοριστική. Αντιθέτως αν εκτιμήσουμε διαφορετικά τις σχέσεις της φιλίας μας, των συνεργατών μας ή με τους ανθρώπους της οικογένειάς μας με τους οποίους συναναστρεφόμαστε,ίσως θα μπορούσαμε να τις βιώσουμε όχι πια σαν λιγότερο σημαντικές από μια συναισθηματική, ερωτική, ζευγαρική σχέση. Κι αυτό ακριβώς μπορεί να είναι μια πεποίθηση που κάνει τις σχέσεις να μη δουλεύουν και τόσο καλά - δυσλειτουργικές - δηλαδή το ότι εστιάζουμε τόσο πολύ και ασκούμε τόση πίεση και βάρος, ψάχνοντας την απόλυτη φροντίδα, σύνδεση και ικανοποίηση, τα οποία μπορούμε να βρούμε και σε τόσες άλλες σχέσεις πέρα από τη ζευγαρική.
Η ίαση από το τραύμα Δεσμού είναι εφικτή!
Η εκμάθηση νέων δεξιοτήτων σχετίζεσθαι είναι εφικτή!
Comments